-
1 στεγνόω
A close,πώματι τὸ ἀγγεῖον Gal.17(2).160
, cf. 161:—[voice] Pass., Hero Spir. 1Praef., al.; of the pores, Gal.18(1).145.2 make a building watertight, IG11(2).154 A 36, cf. 161 A114 (Delos, iii B.C.): —[voice] Pass., of embankments,χώματα ἐστεγνωμένα PSI4.315.25
(ii A.D.).II make costive, Alex.Aphr.Pr.1 Praef. ([voice] Pass.); check discharge,μήτρα ἐστεγνωμένη Dsc.1.23
;ὦτα πυορροοῦντα στεγνοῖ Id.2.81
.2 compress,πάπυρος στεγνουμένη Id.1.86
; ἔριον μαλακὸν ἐστενωμένον (fort. ἐστεγνωμένον) Heliod. ap. Orib.46.19.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγνόω
См. также в других словарях:
στεγνώνω — στεγνῶ, όω, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. 1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο») 2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα») 3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του») 4. φρ.… … Dictionary of Greek